λανθάνοντος

λανθάνοντος
λανθάνω
escape notice
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτόγραμμα — το, Ν (φωτογρ.) σκιαγραφικό φωτογραφικό είδωλο, παραγόμενο με την τοποθέτηση αδιαφανούς, διαφώτιστου ή διαφανούς αντικειμένου μεταξύ φωτοπαθούς χαρτιού ή φωτογραφικού φιλμ και φωτεινής πηγής και, τέλος, με την εμφάνιση τού σχηματισμένου με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”